κοιλιόδουλος

κοιλιόδουλος
ο, θηλ. κοιλιόδουλη (AM κοιλιόδουλος, ό)
δούλος τής κοιλιάς, τού στομαχιού, λαίμαργος, φαγάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + δούλος (πρβλ. γαστρί-δουλος, μισθό-δουλος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κοιλιόδουλος, -η — ο ο δούλος της κοιλιάς του, λαίμαργος: Δεν πρέπει ο άνθρωπος να είναι κοιλιόδουλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοιλιά — Όρος που αναφέρεται σε κάποιες ανατομικές δομές. Κατ’ αρχήν σημαίνει την περιοχή του ανθρώπινου σώματος που βρίσκεται στη βάση του κορμού, η οποία παρεμβάλλεται μεταξύ θώρακα και λεκάνης. Αποτελείται από μυϊκά και οστέινα τοιχώματα που καθορίζουν …   Dictionary of Greek

  • βοιώτιος — βοιώτιος, α, ον (Α) 1. ο βοιωτικός 2. ο βλάκας 3. φρ. α) «βοιώτιον μέλος» άτεχνη μελωδία 6) «βοιώτιον ὗς» γουρούνι της Βοιωτίας, λαίμαργος, κοιλιόδουλος δ) «βοιώτιος νόμος» είδος κιθαρωδικής μελωδίας …   Dictionary of Greek

  • γαστρίδουλος — η, ο (AM γαστρίδουλος, ον) κοιλιόδουλος, λαίμαργος …   Dictionary of Greek

  • ερευγόβιος — ἐρευγόβιος, ον (Α) αυτός που περνά τον βίο του ρευόμενος, ο λαίμαργος, ο κοιλιόδουλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερεύγομαι (I) + βίος] …   Dictionary of Greek

  • ζαφάγος — ζαφάγος, ον (Α) γαστρίμαργος, κοιλιόδουλος, πολυφαγάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + φαγος (< φαγείν απρμφ. αορ. β τού εσθίω), πρβλ. παμφάγος, χορτο φάγος] …   Dictionary of Greek

  • κατάγαστρος — κατάγαστρος, ον (Α) 1. ο λαίμαργος, ο κοιλιόδουλος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κατάγαστρον επίδεσμος τής κοιλιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γαστρος (< γαστήρ «κοιλιά»), πρβλ. λεπτό γαστρος, σύρ γαστρος] …   Dictionary of Greek

  • κοιλιοδαίμων — κοιλιοδαίμων, ονος, ὁ, ή, κοιλιόδαιμον, τὸ (Α) (ως επίθ. παρασιτικού ανθρώπου) αυτός που έχει ως θεό την κοιλιά, κοιλιόδουλος («γάστρων και κοιλιόδαιμον ἄνθρωπε», Εύπολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + δαίμων (πρβλ. βροτο δαίμων, νεκυ δαίμων)] …   Dictionary of Greek

  • κοιλιολάτρης — κοιλιολάτρης, ὁ (Α) κοιλιόδουλος, λαίμαργος, φαγάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + λάτρης (< λάτρης), πρβλ. ηλιο λάτρης, φυσιο λάτρης] …   Dictionary of Greek

  • λεηλατώ — (AM λεηλατῶ, έω) 1. αποκομίζω λεία, λαφυραγωγώ 2. κατακλέβω, ληστεύω («οι κλέφτες λεηλάτησαν το κατάστημα») 3. αφανίζω, ερημώνω («ἀπὸ θαλάσσης λεηλατεῡσι τὸ πεδίον», Ηρόδ.) αρχ. φρ. «λεηλατοῡμαι τῇ γαστρί» είμαι λαίμαργος, είμαι κοιλιόδουλος.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”